- βουλευτηρίοις
- βουλευτήριονcouncil-chamberneut dat plβουλευτήριοςgiving advicemasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευδολογικός — ή, όν, Α [ψευδολόγος] αυτός που έχει σχέση με την ψευδολογία («ἔστι δὲ καὶ ἄλλη ῥητορικὴ ψευδολογική, ἥτις ἐν δικαστηρίοις συκοφαντικὴ λέγεται ἐν δὲ βουλευτηρίοις κολακεία», Ρήτ.) … Dictionary of Greek